Όντως, στις περισσότερες περιπτώσεις, η υποκατάσταση των ορμονών αποτελεί κάποιου είδους «διέξοδο», μιας και αμβλύνουν σημαντικά τα παραπάνω συμπτώματα. Δεν είναι, ωστόσο μόνο η ποιότητα ζωής αυτή που βελτιώνεται με την υποκατάσταση των ορμονών. Είναι γνωστές πολλές ευεργετικές ιδιότητες της θεραπείας αυτής, όπως για παράδειγμα η προστασία των οστών και η πρόληψη εμφάνισης οστεοπόρωσης.
Μπορούν άραγε όλες οι γυναίκες να ακολουθήσουν αυτή την αγωγή; Η απάντηση είναι: όχι όλες, αλλά οι περισσότερες. Απόλυτα σημαντική είναι η διερεύνηση από πλευράς του ιατρού των παραγόντων κινδύνου και των αντενδείξεων μιας ορμονοθεραπείας, όπως π.χ. το ιστορικό θρόμβωσης, οι διαταραχές πήξης του αίματος, κάποιοι κακοήθεις όγκοι κλπ. Συχνά βοηθά ένας εργαστηριακός έλεγχος για τη διερεύνηση ασαφών περιπτώσεων (όπως π.χ. υποψία πρώιμης εμμηνόπαυσης, σε ηλικία κάτω των 40 ετών). Η συνεργασία του ενδοκρινολόγου με τον γυναικολόγο (ο οποίος άλλωστε θα είναι αυτός που θα συνταγογραφήσει τη θεραπεία) θα βοηθήσει ώστε να αποφασισθεί εξατομικευμένα η ιδανική θεραπεία. Ακόμη και σε περιπτώσεις που η ορμονική θεραπεία αντενδείκνυται ή που δεν είναι επιθυμητή από τη γυναίκα, υπάρχουν «συντηρητικές» συμβουλές για την άμβλυνση των συμπτωμάτων. Μέλημά μας είναι να μην υποφέρει πλέον καμία γυναίκα από μια τόσο φυσική κατάσταση, όπως η κλιμακτήριος και η εμμηνόπαυση.